-
1 προκρίνω
προ-κρίνω [ῑ],A choose before others, prefer, select, Th.4.80; , etc.; , cf. 746, Hel. 47;π. τινὰς ἐκ πάντων Hdt.1.70
:—[voice] Med., :—[voice] Pass., to be preferred before others, ταῦτα ἦν τὰ προκεκριμένα [γένεα] the most eminent, Hdt.1.56, cf.9.26;εἴ τις δ' ὑμῶν κάλλει προκριθῇ Cratin.28
;προκριθῆναι ὑφ' ὑμῶν ἄρχοντα X.An. 6.1.26
, cf. HG6.5.34;ὁ προκριθεὶς καὶ ὁ προκρίνων Pl.Lg. 765e
; ;ἄλλους ἀνθ' ἡμῶν προκριθῆναι Isoc.Ep.9.17
: folld. by inf.,τοῦτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι X.Cyr. 2.3.8
, cf. Ap.21.b make a preliminary selection of candidates for office, Arist.Ath.8.1, al.:—[voice] Pass.,προεκρίθην κληροῦσθαι D.57.46
, cf. 47,62.2 c. gen., prefer before,ῥώμην τῆς σοφίης Xenoph.2.14
;τὸ ἐπιεικὲς τοῦ δικαίου Gorg.Fr.6
; :—[voice] Pass.,τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt.2.121
.ζ'; προκρίνονται παντὸς οὑτινοσοῦν οἱ νόμοι Wilcken Chr.27.5 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκρίνω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский